- στρούθειον
- στρούθειονof an ostrichneut nom/voc/acc sgστρούθειοςof an ostrichmasc acc sgστρούθειοςof an ostrichneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρούθεια — στρούθειον of an ostrich neut nom/voc/acc pl στρούθειος of an ostrich neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρούθειος — ον, θηλ. και εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό τού μαλλιού και τών υφασμάτων … Dictionary of Greek
στρουθί — (I) το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflate, τού γένους σιληνή, ζιζάνιο τού οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις … Dictionary of Greek
στρουθίζω — ΜΑ κελαηδώ σαν σπουργίτης (αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον*, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον] … Dictionary of Greek
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
προστρουθίζω — Α (συν. το παθ.) προστρουθίζομαι καθαρίζομαι προηγουμένως με στρούθειο*. με σαπουνόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρουθίζομαι (< στρούθειον «βοτάνι για τον καθαρισμό υφασμάτων»)] … Dictionary of Greek
στρουθισμός — ὁ, Α [στρουθίζω] καθαρισμός που γίνεται με τη χρήση τού φυτού στρούθειον*, τού σαπουνόχορτου … Dictionary of Greek
στρουθοκάμηλος — (struthio camelus). Δρομεύς της οικογένειας των Στρουθιονιδών, της τάξης των στρουθιονόμορφων, της οποίας αποτελεί το μοναδικό είδος. Συγγενής με τους μεγάλους δρομείς του τριτογενούς, η σ. είναι το μεγαλύτερο σημερινό πτηνό, και έχει ύψος 2 2,50 … Dictionary of Greek
στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… … Dictionary of Greek
στρούθινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος με στρουθειον* («στέφανος στρούθινος», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek